- αλίτουρος
- -η, -ο και αλούτερος, -η, -οάθεος, ασεβής, αλιτήριος.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < α- προθ. + Λούθηρος (όνομα τού εκκλησιαστικού μεταρρυθμιστή, που εθεωρείτο από τους Καθολικούς ως κατ’ εξοχήν ασεβής), πιθ. με παρετυμολογικό συσχετισμό με τη λ. αλιτήριος].
Dictionary of Greek. 2013.